ταυροκτονέω
βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise
English (LSJ)
slaughter bulls or sacrifice bulls, θεοῖσιν A.Th.276; βοῦς ταυροκτονέω S.Tr.760.
German (Pape)
[Seite 1074] Stiere morden, schlachten; βοῦς, Soph. Trach. 757; θεοῖσιν, Aesch. Spt. 258.
French (Bailly abrégé)
tuer ou immoler un taureau ou des taureaux.
Étymologie: ταυροκτόνος.
Russian (Dvoretsky)
ταυροκτονέω: (тж. τ. βοῦς Soph.) закалывать (в жертву) быков (θεοῖσιν Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ταυροκτονέω: σφάζω ἢ θυσιάζω ταύρους, θεοῖσι Αἰσχύλ. Θήβ. 276· βοῦς τ. Σοφ. Τρ. 760 - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσ. σελ. 98.
Greek Monotonic
ταυροκτονέω: μέλ. ταυροκτονήσω, σφάζω ταύρους, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
ταυροκτονέω, fut. -ήσω
to slaughter bulls, Aesch. [from ταυροκτόνος