ταυροσφαγώ
From LSJ
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
-έω, Α ταυροσφάγος
1. σφάζω ταύρο
2. (κυρίως φρ.) «ταυροσφαγῶ ἐς σάκος» — κόβω τον λαιμό του ταύρου και δέχομαι το αίμα του στο κοίλο τμήμα της ασπίδας (Αισχύλ.).