ταχυμετρία

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139

Greek Monolingual

η, Ν
(τοπογρ.) μέθοδος για την ταυτόχρονη αποτύπωση της οριζοντιογραφίας και της υψομετρίας του εδάφους με τη χρήση ταχυμέτρου, κατά την οποία προσδιορίζεται η απόσταση, η διεύθυνση και η υψομετρική διαφορά ενός σημείου σε σχέση με το σημείο αναφοράς, που είναι το σημείο στάσης του ταχυμέτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tachymetry < ταχυ- + -μετρία].