τειχοποιία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, building of walls or forts, Aen.Tact.8.3, Ph.Bel.86.3 (pl.), al., D.S.13.35, J.BJ5.2.5, Plu. 2.851a.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ τειχοποιός
οικοδόμηση τειχών ή οχυρωμάτων.
Full diacritics: τειχοποιία | Medium diacritics: τειχοποιία | Low diacritics: τειχοποιία | Capitals: ΤΕΙΧΟΠΟΙΙΑ |
Transliteration A: teichopoiía | Transliteration B: teichopoiia | Transliteration C: teichopoiia | Beta Code: teixopoii/a |
ἡ, building of walls or forts, Aen.Tact.8.3, Ph.Bel.86.3 (pl.), al., D.S.13.35, J.BJ5.2.5, Plu. 2.851a.
η, ΝΜΑ τειχοποιός
οικοδόμηση τειχών ή οχυρωμάτων.