τεκμορεύω
From LSJ
οὐκ ἔστιν χαίρειν τοῖς ἀσεβέσιν → no rest for the wicked, no peace to the wicked
English (LSJ)
give the sign of loyalty, CR19.420, JHS 32.123, al. (Antioch in Pisidia), Supp.Epigr.2.750 (Pisidia).
Greek Monolingual
Α
εκδηλώνω την αφοσίωσή μου σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. σχηματισμένος κατά τη ρωμαϊκή εποχή από τον αρχ. τ. τέκμωρ (βλ. λ. τέκμαρ), ο οποίος, όμως, δεν εμφανίζει τ. με το αδύνατο θ. σε -ο-].