τεκνοποιώ

From LSJ

Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir

Menander, Monostichoi, 453

Greek Monolingual

τεκνοποιῶ, -έω, ΝΜΑ τεκνοποιός
γεννώ, αποκτώ παιδιά
μσν.-αρχ.
υιοθετώ
αρχ.
μέσ. τεκνοποιοῦμαι
(για πτηνά) αποκτώ νεοσσούς.