τεκνοποιώ

From LSJ

ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief

Source

Greek Monolingual

τεκνοποιῶ, -έω, ΝΜΑ τεκνοποιός
γεννώ, αποκτώ παιδιά
μσν.-αρχ.
υιοθετώ
αρχ.
μέσ. τεκνοποιοῦμαι
(για πτηνά) αποκτώ νεοσσούς.