τετράμπουλο

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

το, Ν
ναυτ. κοινή ονομασία σχοινιού από τέσσερα έμβολα τα οποία είναι τυλιγμένα γύρω από άλλο λεπτό σχοινί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + έμπουλο / έμπολο «καθένα από τα νήματα που συ στρέφονται για να σχηματίσουν το σχοινί»].