τετράτροπος

From LSJ

Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches

Menander, Monostichoi, 173
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράτροπος Medium diacritics: τετράτροπος Low diacritics: τετράτροπος Capitals: ΤΕΤΡΑΤΡΟΠΟΣ
Transliteration A: tetrátropos Transliteration B: tetratropos Transliteration C: tetratropos Beta Code: tetra/tropos

English (LSJ)

ἐνιαυτός, with four turning-points, PMag.Lond. 122.79.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
μσν.
τετραπλός
αρχ.
αυτός που έχει τέσσερεις εποχές («κόσμον ἅπαντα τρέπουσα τετράτροπον εἰς ἐνιαυτόν», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + τρόπος (πρβλ. πεντάτροπος)].