τετραετηρία

From LSJ

ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰετηρία Medium diacritics: τετραετηρία Low diacritics: τετραετηρία Capitals: ΤΕΤΡΑΕΤΗΡΙΑ
Transliteration A: tetraetēría Transliteration B: tetraetēria Transliteration C: tetraetiria Beta Code: tetraethri/a

English (LSJ)

ἡ, term of four years, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 1097] ἡ, eine Zeit von vier Jahren, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τετραετηρία: ἡ, περίοδος χρονικὴ τεσσάρων ἐτῶν, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
χρονική περίοδος τεσσάρων ετών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -ετηρία (< ἔτος), πρβλ. δεκαετηρία].