τευτλίς
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, = τεῦτλον, Thphr. HP 7.7.2; τεῦτλα τευτλίδας καλῶν Diph.47 (prob. σευτλίδας).
German (Pape)
[Seite 1101] ίδος, ἡ, att. statt σευτλίς, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
τευτλίς: -ίδος, ἡ, ἴδε τεῦτλον ἐν τέλει.
Greek Monolingual
και σευτλίς, -ίδος, ἡ, Α
το τεύτλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεῦτλον / σεῦτλον + κατάλ. -ίς, -ίδος- (πρβλ. μηκονίς)].