τεφρομέλας

From LSJ

τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness

Source

Greek Monolingual

-αν, Ν
αυτός που έχει χρώμα τεφρό βαθύ προς το μελανό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεφρός «σταχτής» + μέλας «μαύρος». Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Αν. Κορδέλλα].