τζαζ

From LSJ

οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχειZeus has not yet turned his neck aside

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. χορευτική μουσική νεγροαμερικανικής προέλευσης
2. φρ. «τζαζ μπαντ» — ορχήστρα για μουσική τζαζ, με κύρια όργανα τα κρουστά, την τρομπέτα και το σαξόφωνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. jazz].