τιμάξιος

From LSJ

κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → evil friends bear evil fruit, wicked friends bear wicked fruit, bad friends bear bad fruit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῑμάξιος Medium diacritics: τιμάξιος Low diacritics: τιμάξιος Capitals: ΤΙΜΑΞΙΟΣ
Transliteration A: timáxios Transliteration B: timaxios Transliteration C: timaksios Beta Code: tima/cios

English (LSJ)

τιμάξιον, worthy of honour: Sup. -ώτατος, as a title, POxy. 943.9 (vi A.D.).

Greek Monolingual

-ον, Α
1. ο άξιος τιμής και σεβασμού, αξιοσέβαστος
2. (κυρίως το αρσ. του υπερθ. βαθμού) τιμαξιώτατος
τιμητική προσφώνηση επίσημων προσώπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + ἄξιος.