τοιαυτί
From LSJ
Ὡς αἰσχρὸν εὖ ζῆν ἐν πονηροῖς ἤθεσιν → Turpis res laute vivere ingenium malum → Wie schimpflich, wenn ein schlechter Mensch in Wohlstand lebt
English (LSJ)
strengthened form of τοιαῦτα, Pherecr. 153.10, Ar.Eq.49.
Russian (Dvoretsky)
τοιαυτί: атт. (= τοιαῦτα) pl. n к τοιοῦτος.
Greek (Liddell-Scott)
τοιαυτί: ἐπιτεταμένος τύπος τοῦ τοιαῦτα, Φερεκράτ. ἐν «Χείρωνι» 3. 10, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. σ. 514 Dind.
Greek Monolingual
Α
(επιτεταμένος τ.) βλ. τοιούτος.