τοιχίδιον

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοιχίδιον Medium diacritics: τοιχίδιον Low diacritics: τοιχίδιον Capitals: ΤΟΙΧΙΔΙΟΝ
Transliteration A: toichídion Transliteration B: toichidion Transliteration C: toichidion Beta Code: toixi/dion

English (LSJ)

τό, Dim. of τοῖχος, Anon.Prog.ap.Rh.1.642 W.

German (Pape)

[Seite 1125] τό, = τοιχίον, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

τοιχίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ τοῖχος, Ρήτορες (Walz) τ. 1, σ. 612, 5, Εὐστ. εἰς Ὀδ. 1959, 41, κλπ., πρβλ. τοιχάριον.

Greek Monolingual

τὸ, Α τοῖχος
υποκορ. του τοίχος.