τοξικομανής

From LSJ

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305

Greek Monolingual

-ές, Ν
αυτός που πάσχει από τοξικομανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοξικός «δηλητηριώδης» + -μονής (< μαίνομαι), πρβλ. ναρκομανής].