τοπώνω

From LSJ

εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης → the best goal is defending your country

Source

Greek Monolingual

Ν τόπος
(στον Ερωτόκρ.) εξετάζω και προσδιορίζω τη θέση ενός πράγματος.