τοπώνω

From LSJ

σκληρόν σοι πρὸς κέντρα λακτίζειν → it is hard for thee to kick against the pricks, it is hard for you to kick against the goads

Source

Greek Monolingual

Ν τόπος
(στον Ερωτόκρ.) εξετάζω και προσδιορίζω τη θέση ενός πράγματος.