τούλι
From LSJ
ἐμοῦ θανόντος γαῖα μιχθήτω πυρί → after me let earth mix with fire | after my death let all hell break loose | after me, the deluge
Greek Monolingual
το, Ν
ελαφρό και διάφανο βαμβακερό ή μεταξωτό ύφασμα που χρησιμοποιείται στη μοδιστρική, στη βιομηχανία έτοιμων ενδυμάτων και στην κατασκευή μεταξωτών, συνήθως, κοσκίνων της αλευροποιίας λόγω της ιδιότητάς του να διατηρεί κανονικότατα διαστήματα μεταξύ τών νημάτων στημονιού και υφασιού, αλλ. τουλπάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. tulle < Tulle, πόλη στην κεντρική Γαλλία όπου παρασκευάστηκε για πρώτη φορά].