τρίτσα

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. ψάθινο θερινό καπέλο
2. το παιχνίδι τρίλια
3. παιχνίδι με ρίψη λίθων προς τα επάνω
4. φρ. «δεν έχει τρίτσα κάτσα» — δεν χωρούν πονηριές ή υπεκφυγές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. terza «τρίτη», κατ' επίδραση του τρία.