τραγίλα

From LSJ

γυναῖκα γὰρ δὴ συμπονεῖν γυναικὶ χρή → a woman ought to help a woman

Source

Greek Monolingual

η, Ν
η άσχημη οσμή που αναδίδει ο τράγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + κατάλ. -ίλα (πρβλ. προβατίλα)].