γυναῖκα γὰρ δὴ συμπονεῖν γυναικὶ χρή → a woman ought to help a woman
η, Νη άσχημη οσμή που αναδίδει ο τράγος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + κατάλ. -ίλα (πρβλ. προβατίλα)].