τραγῳδιοδιδάσκαλος

From LSJ

οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → keeping silence is not shameful; speaking at random is (Menander)

Source

German (Pape)

[Seite 1133] ὁ, = τραγῳδοδιδάσκαλος, Alex. Aetol. bei Athen. XV, 699 b.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. τραγῳδοδιδάσκαλος.
Étymologie: τραγῳδία, διδάσκαλος.

Russian (Dvoretsky)

τρᾰγῳδιοδιδάσκαλος: ὁ Luc. = τραγῳδοδιδάσκαλος.