τραμουντάνα

From LSJ

ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. ο βορράς
2. βόρειος άνεμος, βοριάς («φύσηξε βοριάς, φύσηξε τραμουντάνα», δημ. τραγούδι)
3. φρ. «άστρο της τραμουντάνας» — ο πολικός αστέρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tramontana «αέρας που φυσά από τα βουνά του Βοριά» < λατ. transmontanus «αυτός που βρίσκεται πέρα από τα βουνά» (< λατ. trans- + montanus «ορεινός» < mons, montis «όρος, βουνό»].