τραυλόφωνος
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
τραυλόφωνον, with lisping speech, Hsch. s.v. Βάττος.
German (Pape)
[Seite 1135] mit stotternder Stimme, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
τραυλόφωνος: -ον, ὁ ἔχων φωνὴν τραυλίζουσαν, παρ’ Ἡσυχ.
Greek Monolingual
-ον, Α
(κατά τον Ησύχ.) τραυλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραυλός + -φωνος (< φωνή), πρβλ. μεγαλό- φωνος].