τραχυόστρακος
From LSJ
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
English (LSJ)
τραχυόστρακον, rough-shelled, Arist.HA528a23.
German (Pape)
[τρᾱχ], mit rauher, harter Schale, Arist. H.A. 4.4 bei Ath. III.88a, Gegensatz μαλακόστρακος.
Russian (Dvoretsky)
τρᾱχυόστρᾰκος: с неровной раковиной (sc. κόγχαι Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
τρᾱχυόστρᾰκος: -ον, ὁ ἔχων τραχὺ ὄστρακον, ἔστι δ’ ὁ κτεὶς τραχυόστρακος Ἀθήν. 88Β (ἐκ τοῦ Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 16).
Greek Monolingual
και τραχεόστρακος, -ον, Α
αυτός που έχει τραχύ, σκληρό όστρακο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραχύς + -όστρακος (< ὄστρακον), πρβλ. μαλακόστρακος, σκληρόστρακος].