τρεμολάμπω

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197

Greek Monolingual

Ν
φέγγω τρεμουλιαστά, εκπέμπω τρεμουλιαστό φως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρέμω + λάμπω. Το ρ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εστία].