τρισευτυχής
From LSJ
Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei
Greek (Liddell-Scott)
τρισευτυχής: -ές, τρὶς εὐτυχής, τρισευδαίμων, Θεόδ. Πρόδρ. ἐν Notitt. Mss. τ. 8, σελ. 202. ― Ἐπίρρ. -χῶς, Νικήτ. Εὐγέν. 6, 430.
Greek Monolingual
-ές, Μ
τρισευτυχισμένος, πανευτυχής.
επίρρ...
τρισευτυχῶς
με μεγάλη ευτυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + εὐτυχής.