τρισευτυχής
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
Greek (Liddell-Scott)
τρισευτυχής: -ές, τρὶς εὐτυχής, τρισευδαίμων, Θεόδ. Πρόδρ. ἐν Notitt. Mss. τ. 8, σελ. 202. ― Ἐπίρρ. -χῶς, Νικήτ. Εὐγέν. 6, 430.
Greek Monolingual
-ές, Μ
τρισευτυχισμένος, πανευτυχής.
επίρρ...
τρισευτυχῶς
με μεγάλη ευτυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + εὐτυχής.