τρωξαλλίδα

From LSJ

βραχεῖ λόγῳ δὲ πολλὰ πρόσκειται σοφά → there is much wisdom to be found in few words

Source

Greek Monolingual

η / τρωξαλλίς, -ίδος, ΝΑ
είδος ακρίδας που, κατά την αρχαία παράδοση, έτρωγε τα λάχανα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρωξ- του ρ. τρώγω (πρβλ. μέλλ. τρώξ-ομαι) + υποκορ. κατάλ. -αλλίς (πρβλ. πυραλλίς)].