τρόμπα
From LSJ
Ἐάν γάρ ἀποδιδῷ τις τί ἐστιν αὐτῶν ἑκατέρῳ τό ζῴῳ εἶναι, ἴδιον ἑκατέρου λόγον ἀποδώσει (Aristotle, Categoriae 1a) → For if anyone gives an explanation of what it is for each of them to be an animal, he will give the same explanation of each
Greek Monolingual
και τρούμπα, η, Ν
1. αντλία νερού
2. αεραντλία
3. σάλπιγγα («παίζει τρόμπα»)
4. ψεκαστήρας
5. μτφ. αυνανισμός
6. φρ. α) «το ρίχνει με την τρόμπα» — βρέχει πάρα πολύ
β) «τρόμπα μαρίνα»
i) τηλεβόας
ii) μεγάλο κοχύλι με το οποίο τα ιστιοφόρα πλοία μεταδίδουν ηχητικά σήματα κατά τη διάρκεια ομίχλης, αλλ. μπουρού
γ) «πήρε την τρόμπα μαρίνα» — το 'κάνε βούκινο, διέδωσε παντού το μυστικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. ιταλ. trόmba «αντλία, σάλπιγγα»].