τρόχιμος
From LSJ
πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → The good father does not hold anger towards his son (Chaeremon, fragment 35)
Full diacritics: τρόχῐμος | Medium diacritics: τρόχιμος | Low diacritics: τρόχιμος | Capitals: ΤΡΟΧΙΜΟΣ |
Transliteration A: tróchimos | Transliteration B: trochimos | Transliteration C: trochimos | Beta Code: tro/ximos |
τρόχιμον, running, hastening, S.Fr.240 (lyr.).
-ον, Α
αυτός που τρέχει γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός ή τρόχος + κατάλ. -ιμος (πρβλ. βάσιμος)].