τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
και τρύχος, -εος και -ους, τὸ, Α
1. ένδυμα τριμμένο, ράκος, κουρέλι
2. σχίσμα, κομμάτι
3. στον πληθ. τὰ τρύχη
τα κουρέλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρυχ- του ρ. τρύχω + κατάλ. -ος τών σιγμόληκτων ουδ. (πρβλ. λαῖφος)].