τσάκισμα
From LSJ
τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard
Greek Monolingual
το, Ν
τσακίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τσακίζω
2. πτυχή, δίπλα, τσάκιση («το τσάκισμα του παντελονιού»)
3. καταπόνηση, κατάπτωση
4. (για ψύχος ή άνεμο) μετριασμός ή κατάπαυση
5. επωδός ή μελωδική παρεμβολή σε τραγούδι, αλλ. γύρισμα
6. (στη βυζ. μουσ.) ένα από τα σαράντα άφωνα μεγάλα σημάδια του αρχαίου στενογραφικού συστήματος
7. στον πληθ. τα τσακίσματα
νάζια, σκέρτσα, κουνήματα, ακκισμοί («πολλά τσακίσματα κάνει τελευταία»).