τσαλίμι

From LSJ

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. επιδέξια κίνηση στον χορό ή στην πάλη, κόλπο
2. (γενικά) σκέρτσο, νάζι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. calim].