τσαούσης
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
Greek Monolingual
ο, θηλ. τσαούσα, Ν
1. (το αρσ.) α) βαθμός υπαξιωματικού του τουρκικού στρατού, αντίστοιχος προς τον βαθμό του λοχία
β) (παλαιότερα) i) διαγγελέας
ii) πολιτικός σύμβουλος αρχηγού σώματος σε εκστρατεία
iii) διοικητής απομακρυσμένης επαρχίας ή νήσου
2. (αρσ. και θηλ.) μτφ. α) άνθρωπος θρασύς και ιδιότροπος
β) γλωσσάς, φλύαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cavuş].