τσιτσί
From LSJ
το, Ν
(στην γλώσσα τών νηπίων) το κρέας, καθώς και κάθε φαγητό από κρέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. της παιδικής γλώσσας σχηματισμένη από τον αρχ. τ. τιτθίον «μικρός μαστός». Ανάλογοι τ. απαντούν στο παιδικό λεξιλόγιο και άλλων γλωσσών (πρβλ. ιταλ. ciccia, σλαβ. tsitsa)].