τσιτσί

From LSJ

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source

Greek Monolingual

το, Ν
(στην γλώσσα τών νηπίων) το κρέας, καθώς και κάθε φαγητό από κρέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. της παιδικής γλώσσας σχηματισμένη από τον αρχ. τ. τιτθίον «μικρός μαστός». Ανάλογοι τ. απαντούν στο παιδικό λεξιλόγιο και άλλων γλωσσών (πρβλ. ιταλ. ciccia, σλαβ. tsitsa)].