αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
το, Ν
1. μεγάλος, συνήθως καννάβινος, σάκος, σακί
2. συνεκδ. το περιεχόμενο του τσουβαλιού, η ποσότητα που μπορεί να χωρέσει σε ένα σακί («πήρα τρία τσουβάλια αλεύρι»)
3. φρ. «τον έβαλαν στο τσουβάλι» — τον εξαπάτησαν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cuval].