τσουλίστρα

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

η, Ν
τσουλήθρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσουλώ + κατάλ. -ίστρα (< ρ. σε -ίζώ), πρβλ. κουβαρίστρα].