Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τυλιχτός

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145

Greek Monolingual

και τυλικτός, -ή, -ό, Ν τυλίγω
1. (κυρίως για ταινία, νήμα, ύφασμα) αυτός που έχει τυλιχθεί, που έχει περιελιχθεί
2. το ουδ. ως ουσ. το τυλιχτό
είδος εδέσματος με κρέας τυλιγμένο σε φύλλα κρούστας.