τυροαπόθεσις
From LSJ
Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft
Greek (Liddell-Scott)
τῡροαπόθεσις: ἡ, ἀπόθεσις, ἀποβολὴ τοῦ τυροῦ, ἡ ἑβδομὰς μετὰ τὴν τυρινήν, πρβλ. τυροφάγος.
Greek Monolingual
-έσεως, ἡ, Μ
1. αποχή από την κατανάλωση τυριού
2. (ειδικά) η μετά την Κυριακή της Τυροφάγου εβδομάδα, κατά την οποία οι Ορθόδοξοι άρχοντες δεν έτρωγαν τυρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + ἀπόθεσις (< ἀποτίθημι)].