υγροσχαστικός
From LSJ
σοφώτατον χρόνος· ἀνευρίσκει γὰρ πάντα → time is the wisest of all things that are; for it brings everything to light
-ή, -ό, Ν
(για καρπό) αυτός που σκάζει από υγρασία, που σχηματίζει σχισμές από την απορρόφηση υγρασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υγρός + σχάζω «ανοίγω σχισμή, σκάω»].