υγροχίτων

From LSJ

ἔκδοτον σεαυτὴν τῷ σύροντι ποταμῷ τῶν πραγμάτων ἐᾶσαι → abandon yourself to the eddying flow of events

Source

Greek Monolingual

-ωνος, ὁ, ἡ, ΜΑ
αυτός που φορεί υγρό ένδυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + χιτών (πρβλ. ξανθοχίτων, πολυχίτων)].