Φερσεφόνας κυάνεος θάλαμος → dark chamber of Persephone
-ωνος, ὁ, ἡ, ΜΑαυτός που φορεί υγρό ένδυμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + χιτών (πρβλ. ξανθοχίτων, πολυχίτων)].