υδρωπιώδης

From LSJ

γέλως τὰ σεμνὰ τοῦ βίου τοῖς σώφροσιν → pompous things in life make men of sound mind laugh (Menander)

Source

Greek Monolingual

-ώδες, Α ὕδρωψ, -ωπος]
1. αυτός που παρουσιάζει τα συμπτώματα της νόσου ύδρωπας
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑδρωπιῶδες
ο ύδρωπας.