υδρόχυτος

From LSJ

ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → silence is evidence of unwillingness (Menander)

Source

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός από τον οποίο εκχέεται νερό («κρήναις παρ' ὑδροχύτοις», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + χυτός (< χέω), πρβλ. οἰνόχυτος].