υπέρχολος

From LSJ

σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility

Source

Greek Monolingual

-ον, Α
1. πολύ πικρόχολος ή πολύ ευέξαπτος
2. αυτός που παρουσιάζει υπέρμετρη αύξηση χολής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + χόλος «οργή» (πρβλ. κατά-χολος, ὑπό-χολος)].