υπαναχωρώ

From LSJ

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226

Greek Monolingual

ὑπαναχωρῶ, -έω, ΝΑ αναχωρώ
αποχωρώ βαθμηδόν ή κρυφά («ἐκ τῆς ἀγορᾱς ὑπανεχώρησεν», Διον. Αλ.)
νεοελλ.
1. αποκηρύσσω τις διακηρυγμένες ιδέες μου
2. διαλύω μονομερώς συμφωνία ή σύμβαση.