υπεκπίπτω

From LSJ

θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things

Source

Greek Monolingual

Α
1. αποτυγχάνω, αστοχώ, χάνωὑπεκπίπτω τοῦ καιροῦ», Ιώσ.)
2. (για όργανο του σώματος) παθαίνω πρόπτωση, μετατοπίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκπίπτω «χάνω, πέφτω έξω, παρεκκλίνω, αποτυγχάνω»].