υπελίσσω

From LSJ

τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury

Source

Greek Monolingual

ΜΑ, και αττ. τ. ὑπελίττω και ὑπειλίσσω Α
συστρέφω από κάτω προς τα πάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐλίσσω / εἰλίσσω «στρέφω, περιστρέφω»].